- χαλικοβριθής
- -ές, Νγεμάτος χαλίκια, καλυμμένος με χαλίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. ανθο-βριθής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek